μερί

μερί
και μηρί, το (ΑM μηρίον, Μ και μηρίν και μερίν και μερί και μέρι)
ο μηρός
νεοελλ.
στον πληθ. τα μεριά
α) οι λαγόνες και το μεταξύ αυτών τμήμα τού σώματος
β) τα πλευρά τής πρύμνης πλοίου
μσν.
1. βάση, υποστάτης
2. φρ. «ἐβγαίνω ἀπὸ μερί» — κατάγομαι
αρχ.
συν. στον πληθ. τα μηρία
τα μηριαία οστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μερί < μερ-ίον (με τροπή τού /i/ σε /e/ προ τού -ρ-, πρβλ. σίδηρος > σίδερο) < μηρ-ίον, υποκορ. τού μηρός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μερί — το ιού, ο μηρός, το μπούτι: Τη χάιδεψε στα μεριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μερί — μερίς part fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γούλστονκραφτ, Μέρι — (Mary Wollstonecraft, 1759 – 1797). Αγγλίδα συγγραφέας και φεμινίστρια. Η Γ. υπήρξε πνεύμα τολμηρό και πρωτοπόρο στον τομέα της ισότητας των φύλων και υπερασπίστηκε φανατικά τα δικαιώματα των γυναικών στην εργασία και στην εκπαίδευση. Μετά τη… …   Dictionary of Greek

  • Πίκφορντ, Μέρι — (Pickford, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γκλάντις Μέρι Σμιθ). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου καναδικής καταγωγής (Τορόντο 1893). Αφού γνώρισε κάποια επιτυχία στο θέατρο, όπου πρωτοέπαιξε σε ηλικία πέντε ετών, το 1909… …   Dictionary of Greek

  • Βίγκμαν, Μέρι — (Mary Wigman, Ανόβερο 1886 – Βερολίνο 1973). Γερμανίδα χορεύτρια και χορογράφος. Ήταν μαθήτρια του Ρούντολφ φον Λάμπαν και αργότερα ίδρυσε στη Δρέσδη (1920) μια περίφημη σχολή χορού. Υπήρξε από τις σημαντικότερες εκπροσώπους του ελεύθερου χορού.… …   Dictionary of Greek

  • Γουέμπ, Μέρι — (Mary Meredith Webb, Λέιτον 1881 – Λονδίνο 1927). Αγγλίδα συγγραφέας. Έλαβε κατ’ οίκον εκπαίδευση, ενώ από μικρή ξεκίνησε να γράφει ποιήματα και ιστορίες. Η πρώτη νουβέλα της, Golden Arrow,εκδόθηκε το 1916. Βαθύτατα επηρεασμένη από την αγγλική… …   Dictionary of Greek

  • Έβανς, Μέρι Αν — (Mary Ann Evans). Αγγλίδα συγγραφέας, γνωστή με το ψευδώνυμο Τζορτζ Έλιοτ (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • Κρόουφουτ-Χότζκιν, Ντόροθι Μέρι — (Dorothy Mary Crowfoot Hodgkin, Κάιρο 1910 – 1994). Αγγλίδα χημικός. Σπούδασε στο κολέγιο Σόμερβιλ της Οξφόρδης. Το 1955 διορίστηκε υφηγήτρια της κρυσταλλογραφίας με ακτίνες Χ στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το 1960 καθηγήτρια στο εργαστήριο… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Κάρθι, Μέρι — (Mary MacCarthy, Σιάτλ, Ουάσινγκτον 1912 – 1989). Αμερικανίδα συγγραφέας. Αποφοίτησε από το κολέγιο Vassar και σύντομα άρχισε να γράφει στα περιοδικά The Nation και New Republic. Αργότερα ασχολήθηκε με την κριτική στο Partisan Review. Στα δοκίμιά …   Dictionary of Greek

  • μερίτας — μερί̱τᾱς , μερίτης partaker masc acc pl μερί̱τᾱς , μερίτης partaker masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”